- καλλιγάληνος
- καλλι-γάληνος, [dialect] Dor. [suff] καλλι-γάλᾱνος [pron. full] [γᾰ], ον,A beautiful in its calm,
πρόσωπα Id.Tr.837
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόσωπα Id.Tr.837
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλλιγάληνος — καλλιγάληνος, δωρ. τ. καλλιγάλανος, ον (Α) φρ. «πρόσωπα καλλιγάλανα» μορφές ωραίες και γαλήνιες, όμορφες μέσα στην ηρεμία τους («σὺ δὲ πρόσωπα νεαρὰ χάρισι παρὰ Διὸς θρόνοις καλλιγάλανα τρέφεις», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γαλήνη] … Dictionary of Greek